«Λαός
πυροχαρής και πυριούσιος»
του Κώστα Μπιλίρη
Φυλετικό
μας στοιχείο δεν είναι μόνο το φως. Είναι και το πυρ. Αλήθεια τι λαός πυροχαρής
και πυροθρεμμένος που είμαστε εμείς οι Έλληνες; Τι ηδονική ανατριχίλα μάς
δημιουργεί η φωτιά; Με τι ευχαρίστηση γεμίζει το είναι μας, όταν κατακλύζει τα
ρουθούνια μας ο καπνός. Εμείς οι Έλληνες βάζουμε τη φωτιά με την ίδια ευκολία
που βάζουμε και το μπλουζάκι μας. Λες και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς
τσουρούφλισμα. Λες και δεν κάνουμε καθόλου χωρίς εγκαύματα. Και τι μεθόδευση,
τι σύστημα! Ανά εκατό πυρκαγιές σ΄αυτή τη χώρα, οι δέκα μπαίνουν από φανερή
αμέλεια και οι ενενήντα από κρυφή επιμέλεια. Και τι σχέση, τι εξάρτηση από τη
φωτιά! Μερικοί χωρίς να βλέπουν φλόγες δεν μπορούν να ζήσουν ούτε μέρα. Πήγε
ένας λεβεντονιός γείτονάς μου να κλέψει, δεν βρήκε στα συρτάρια τις λίρες που
οραματίζονταν, τράβηξε το κουτί με τα σπίρτα και έκανε το ξένο σπίτι, σαν το
Κούγκι του καλόγερου Σαμουήλ. Και να σκεφτείτε πως αυτός ο νεαρός, την πρώτη
συμβουλή που έμαθε στη ζωή του, δεν ήταν «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα
σου» αλλά «μην πετάτε σπίρτα, και τσιγάρα αναμμένα».
Οι
σχέσεις μας βέβαια με τη φωτιά, δεν είναι τωρινές, ούτε τυχαίες. Ξεκινάνε από
τους απώτατους μυθολογικούς μας χρόνους. Ας είναι καλά ο Προμηθέας. Πήγε και
έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς! Εσείς φίλοι το πιστεύετε; Σαχλαμάρες. Ψεύδη
ανυπόστατα. Οι θεοί μάτια μου τον είδαν και έκαναν το κορόιδο. Άστον σου λένε. Θα κλέψει τη φωτιά, θα την πάει στους
ανθρώπους, θα την πάρουν και οι Έλληνες, και δεν θα μείνει χλωρή, ούτε συκιά
στην Καλαμάτα. Η χώρα θα μετατραπεί σε στουπί φλεγόμενο.
Έρχεται
μετά ο Ηρακλής και αποδεικνύεται στη φωτιά, μανούλα.
Πιάνει
τη Λερναία Ύδρα, της κόβει τα κεφάλια, της τσουρουφλίζει τους λαιμούς και άστην
να περιμένει κεφαλές της νέας εσοδείας.
Πιάνει
αργότερα και ο Μεγαλέξανδρος και συνεχίζει την φυλετική μας πικετοφορία. Παρόλη
την καλή ανατροφή που είχε πάρει, σε όσους δεν του επιφύλλασαν καλή υποδοχή,
τους την έβαζε την τρομάρα στα παντζάκια τους.
Λαός
πυροχαρής κύριε. Σα να μην έφθαναν όλες οι άλλες οι πυροδοτήσεις, έχεις και τους
βυζαντινούς μας προγόνους, να ψάχνουν και να εφευρίσκουν το υγρόν πυρ. Βρε
παιδιά, Δε φτάνει που δε θα μείνει τίποτε άκαυτο στη στεριά, πρέπει να
καψαλίσουμε και τη θάλασσα;
Τι
λαός πυροχαρής και πυριούσιος που είμαστε εμείς οι Έλληνες! Ακόμα και ο Γέρος
του Μωρηά, όταν έδινε το πρόσταγμα της μάχης, ηδονίζονταν λέει, να προστάζει
«φωτιά ορέ, φωτιά πανάθεμά τους».
Λοιπόν,
όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, πάει και βάζει κάπου την ουρά του. Όταν ο
Έλληνας δεν έχει δουλειά, πάει και βάζει φλόγες. Δηλαδή και δουλειά να έχει,
άμα τούρθει να βάλει φωτιά, θα ψάξει για σπίρτα. Για να καταλάβετε πως αυτό δεν
είναι καθόλου τυχαίο, σκεφτείτε την επίδραση τής φωτιάς στις καθημερινές μας
εκφράσεις. Εμείς οι Έλληνες , αν κάποιος
μας προδώσει ένα μυστικό, λέμε «αμαν
μέκαψες». Αν χάσουμε λεφτά, φωνάζουμε «αμαν κάηκα». Αν τραβήξουμε χαρτί και
πάμε από 31 και πάνω, καιγόμαστε. Προσέξτε. Δε χάνουμε. Καιγόμαστε.
Άσε
τις άλλες πυροεπιδράσεις. Οι άντρες αυτής της χώρας, όταν πολιορκούνε ερωτικά
μια γυναίκα, δε λένε, εγώ αυτή θα την κατακτήσω, ή θα την κερδίσω. Αλλά «θα την
ψήσω». Έχω κάποιον γνωστό μου δοσατζή. Κάθε φορά που ορέγεται καμιά μικρούλα,
τον ακούς ν΄αναστενάζει και να λέει: εγώ αυτή θα την ψήσω. Ως γνωστόν στην
εκτίμηση των ανδρών, η γυναίκα και η μπριζόλα, έχουν κάτι κοινό. Και τις δυο
θέλουν να τις ψήσουν.
Βέβαια
οι περισσότερες, αντί να ψηθούν προς βρώσιν των επιθυμούντων, τους ψήνουν αυτές
το ψάρι στα χείλη.
Τον
κίνδυνο εμπρησμού και αφανισμού των δασών και την οικοπεδοποίηση στη συνέχεια
του εδάφους αντιλήφθηκαν και αντέδρασαν
πολύ γρήγορα και οι πατέρες της εκκλησίας. Έτσι βλέπουμε την Ιερά Σύνοδο της
Εκκλησίας τής Ελλάδος, τον Απρίλιο του 1845, να κάνει τον πρώτο και ίσως τον
μοναδικό αφορισμό στον κόσμο εναντίον εμπρηστών
και οικοπεδοφάγων. Από τον αφορισμό αυτό, που τον υπογράφουν πέντε
μητροπολίτες, αντιγράφουμε σήμερα ένα απόσπασμα, ελαφρώς μεταφρασμένο.
«Όσοι από τους ανθρώπους, ή
επίτηδες ή από έλλειψη ενδιαφέροντος ΄για το συμφέρον τους, ή για να βλάψουν κάποιον
άλλο παρακούσουν τις πατρικές συμβουλές της Ιεράς Συνόδου και επιμείνουν στη
διεστραμμένη τους πρόθεση εξακολουθώντας να καινε δάση, καθώς και όσοι
προτρέπουν άλλους να κάνουν αυτή τη βρωμερή πράξη, θεωρούνται κακοποιοί, και
επιβλαβείς στην κοινωνία. Γι΄αυτό , να
είναι αφορισμένοι, και ασυγχώρητοι και να μη λειώσει το σώμα τους, μετά το
θάνατό τους».
Δεν ξέρουμε αν έλειωσε το σώμα τους. Η Αττική πάντως έγινε στάχτη. Οι
εμπρηστές, εκτός των άλλων, είναι και αθεόφοβοι.