Η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καπνίσματος γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 31 Μαΐου, με απόφαση που πήρε το 1988 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, για να μας υπενθυμίζει τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος. Ο Κώστας Μπιλίρης γι' αυτό το λόγο με πολύ διάθεση και χιούμορ μας έδωσε το κείμενο που ακολουθεί.
"ΦΟΥΜΑΡΑ" του Κώστα Μπιλίρη
Τα τελευταία χρόνια χωρίστηκαν τα ερίφια από
τα πρόβατα. Καθένας με το πάθος του και στο χώρο του. Το τι μπουρδούκλωμα γίνεται
μεταξύ καπνιζόντων και μη, το αφήνω σε άλλους να το λύσουν. Εγώ θα κοιτάξω
το θέμα, από διαφορετική πλευρά.
Το τσιγάρο, όχι μόνο έχει εμποτίσει τα κύτταρά μας και τις αρτηρίες μας, αλλά άφησε τη νικοτίνη του και μέσα στη λογοτεχνία. Για ν’ ακριβολογήσω, στην παραφιλολογία. Ακούτε φρά- σεις και εμπνεύσεις, να σας πιάσει τσιγαρόβηχας.
Από βιβλίο τσέπης
μαθαίνουμε: «ο Τζινιέρι
είχε ολοκληρώσει δυο φορές μαζί της. (Πολύ άνδρας ο Τζινιέρι!
Μεσογειακός βλέπεις). Όταν όμως ξανακοίταξε τη Μάργκο και την είδε να απαιτεί μια ακόμη ερωτική ολοκλήρωση - η Μεσαλίνα, η ακόρεστη
- κατάλαβε πως δεν είχε δύναμη».
Τι θα κάνατε κύριοι εσείς στη θέση του; Αυτός βρήκε
τη λύση. «Έβγαλε και άναψε ένα τσιγάρο, να κερδίσει χρόνο». ¨Όχι θα κάθονταν
να ρεζιλευτεί.
Ο παλιός ποιητής προσκαλεί. -«Έλα ν’ ανάψουμε φωτιά, να στρίψουμε τσιγάρο».
Ο νεότερος
συγγραφέας παρατηρεί. «Μέχρι να καπνίσουμε το τσιγάρο μας, είχαμε βρει τη λύση». Σπουδαία λύση αναζητούσαν…
Ξεφυλλίζοντας κάποιο άλλο σύγγραμμα, διαβάζουμε ότι «η απόσταση δεν ήταν μεγαλύτερη από δυο τσιγάρα».
Και θα μου πείτε. Έπρεπε να τη διανύσουν καπνίζοντας; Κάτι αντίστοιχο διαβάζουμε
και σε άλλο κείμενο, όπου κάποιος αισιοδοξεί.
— Σώπα καημένε!
Δυο τσιγάρα δρόμος είναι όλο κι όλο.
Να λοιπόν που το τσιγαράκι μας γίνεται μέτρο απόστασης, ή αντοχής. Αποδεικνύεται μάλιστα και ενθαρρυντικό, αφού ο ήρωας παραδέχεται.
— Μέχρι να βρω τη δύναμη ν’ αρχίσω τη συζήτηση, άναψα και τράβηξα δυο ρουφηξιές από το τσιγάρο μου.
Να και ο
αλλοπαρμένος που περιγράφει.
— Έβλεπα τις γκρίζες
τουλίπες του καπνού, πότε να παίζουν στο πρόσωπό της και πότε να χάνονται στις ξανθές
τουφίτσες των μαλλιών
της. Σκέψου μπόχα που θα είχε το κεφάλι της! Μιας και το ντουμανιάσαμε από χαρμάνια πεζού λόγου, ας ανοίξουμε και μερικά πακέτα ελληνικών στίχων.
Από το ξεκίνημα
της δισκογραφίας, ένα μέρος τραγουδιών, βγάζει καπνό. Η Σοφία Βέμπο διαμαρτύρεται και με επίγνωση.
Ή με απόγνωση.
— Τι μου
τη χάρισες
αυτή την
ταμπακιέρα, για να μου
γίνεται το κάπνισμα βραχνάς;
Ο παλιός ρεμπέτης Στράτος Παγιουμτζής, απευθυνόμενος στην εκλεκτή του, μεταμορφώνει σε στίχους όλες τις πυροπαθείς
αντιδράσεις του και τις εσωτερικές του φλόγες.
— Αναπτήρας με βενζίνα,
είσαι κούκλα μου τσαχπίνα.
Αναπτήρας με φυτίλι, είναι τα δικά σου χείλη. Αναπτήρας με την πέτρα, είσαι πο- νηρή και ψεύτρα. (Εδώ
η νικοτίνη έγινε πολύ πικρή).
Η Καίτη Γκραίη παρακαλάει «άναψε το τσιγάρο, δος μου φωτιά» επειδή έχει μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά. Φυσικά αυτός έπρεπε να της πει ότι προηγούνται οι κυρίες.
Η Χαρούλα Αλεξίου απαιτεί: «φέρτε μου ένα σέρτικο τσιγάρο,
να φουμάρω. Τέλι-τέλι-τέλι».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος ζητάει ευθύνες,
όταν διαπιστώνει πως εν απουσία του «δύο τσιγάρα
αναμμένα υπάρχουν
στο τασάκι σου». Τα αποτσίγαρα δεν τα μέτρησε.
Η Δήμητρα Γαλάνη οραματίζεται. «Νάχαμε τώρα δυο τσιγάρα και δύο για μετά». Θέλει και ρεζέρβα.
Η Πόλυ Πάνου και αργότερα
η Μελίνα Ασλανίδου
αναρωτιούνται: τι σούκανα
και πίνεις τσιγάρο το τσιγάρο; Τίποτα. Αλλού είναι η αιτία.
Ο Γιάννης Κότσιρας
ορκίζεται «στο τσιγάρο
που κρατώ, στον ένα μου Θεό, να μη δώσει να ξημερωθώ». (Βαριές κουβέντες. Σέρτικες)!
Ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης είναι ολιγαρκής, αφού «κάτι απογεύματα
γουστάρει, καφέ να πίνει και να φουμάρει».
Ο Σωκράτης Μάλαμας βρίσκει τη μοναξιά του, τσιγάρο
ατελείωτο βαρύ. Ας τα κόψει και τα δυο. Και τη μοναξιά
και το τσιγάρο.
Ο Χρήστος Κυριαζής
έχει προειδοποιήσει. — Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια,
έχουν κλείσει τα καλύτερα
τα σπίτια. Ο άλλος προσκαλεί. Κάτσε να πιούμε ένα κρασί, να στρίψουμε τσιγάρο.
Τότε έστριβαν και το τσιγάρο και το μουστάκι. Μερικοί έστριβαν και δια του αραβώνος.
Ο
Νίκος Πέρχας διαμαρτύρεται.
— Το φέρσιμό
σου μ’ έκανε πολύ να σε μισήσω, αφού σαν αποτσίγαρο με πάτησες
να σβήσω. (Κακό πράγμα να νοιώθει κανείς γόπα).