Η τελευταία πρακτική μαμή του χωριού μου
Βασιλική Τσαμασιώτη, σύζυγος του Γιάννη Τσαμασιώτη
πιο γνωστή ως « Γιαννάκαινα»
Γράφει ο Δημήτρης Ζάχος
Από καιρό ήθελα να γράψω τις παιδικές μου αναμνήσεις από τη ζωή και τα δρώμενα από ένα τυπικό χωριό της Ελληνικής υπαίθρου, του δικού μου χωριού. Αναμνήσεις και γεγονότα παλαιών καιρών. Τρόποι ζωής μιας εποχής που έχει χαθεί για πάντα. Το παρακάτω κείμενο, μικρό δείγμα από τη ζωή μιας "άλλης εποχής" αποτελεί φόρο τιμής για μια γυναίκα που ξεπέρασε τον εαυτό της με τη συνεχή προσφορά της. Πρόκειται για την πρακτική μαμή της μικρής μου γενέτειρας Βασιλική Ιωάννου Τσαμασιώτη γνωστή σε όλους μας ως "Γιαννάκαινα.
Σε κάθε τόπο, σχεδόν πάντα,
υπάρχουν άνθρωποι που είναι συνυφασμένο στην φύση τους να εξυπηρετούν τους
συνανθρώπους τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος
ήταν η Βασιλική Τσαμασιώτη, σύζυγος του Γιάννη Τσαμασιώτη, πιο γνωστή ως
«Γιαννάκαινα», τελευταία πρακτική μαμή του χωριού μας.
Μια γυναίκα πονεμένη, πολύ
δραστήρια και πάντα πρόθυμη να βοηθήσει, όπου χρειαζόταν, τους συνανθρώπους της
. Όσοι χωριανοί μας είναι πάνω από 55 ετών, είδαν το φως της ζωής
από τα χέρια της Γιαννάκαινας. Σημειωτέο,
σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, έφερε όλες τις γέννες εις πέρας, χωρίς να
«χάσει» γυναίκα ή παιδί.
Οι πρακτικές μαίες (μαμές)
ήταν οι γυναίκες που αναλάμβαναν να ξεγεννήσουν τις εγκύους. Μέχρι τις αρχές
του 20ου αιώνα, οι μαμές εκπαιδεύονταν συνήθως από κάποια ηλικιωμένη (συχνά
συγγενή) προκάτοχο στο επάγγελμα, που αναλάμβανε να μυήσει τις διαδόχους της.
Λίγες πρακτικές και «μυστικά» των
συγκεκριμένων γυναικών έχουν διασωθεί.
Μαρτυρία Νικολάου Ι.
Τσαμασιώτη (μοναδικός εν ζωή γιός της
Μαμής μας 90 ετών)
..."Η Μάνα μου,
όπου κι αν ήταν ή ότι κι αν έκανε, έτρεχε να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι
ανήμπορη γυναίκα, όταν έφτανε η στιγμή να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο
του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με
2 σεντόνια το χώρισμα. Εκεί, αν ήταν και νύχτα, συνέπασχαν όλοι μαζί. Κανείς
δεν κοιμότανε. Ήταν όλοι στο πόδι. Ο ένας να ανάψει τη φωτιά, ο άλλος την
λάμπα, ο άλλος να ετοιμάσει τα ζωντανά κι ο άλλος να ετοιμάσει το φαγητό.
Σωστός συναγερμός.
Πόσο δύναμη είχε η Μάνα μου! παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της ζωής.
Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή με σχοινί, που το αποστείρωνε με καυτό λάδι. Όσο για το ύστερο, που τώρα λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και το σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
Ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά (=ρούχα) για να το τυλίξει. Η φασκιά σε πρώτο πλάνο. Οι οδηγίες έδιναν κι έπαιρναν.
Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια -αν μπορούσε και είχε- της έδιναν ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα.
Η Μάνα μου αν και έδειχνε δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ την παλιά μαμή του χωριού Ελισσάβετ Ιωάννου Ζάχου και ποτέ δεν αρνήθηκε την βοήθειά της σε όποιον τη ζητούσε. Δύσκολη ζωή πέρασε η Μάνα μου. Γέννησε έντεκα παιδιά απ’ τα οποία επέζησαν τα πέντε. Τρία αρσενικά και δυο θηλυκά γλυτώσαμε.
Πόσο δύναμη είχε η Μάνα μου! παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της ζωής.
Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή με σχοινί, που το αποστείρωνε με καυτό λάδι. Όσο για το ύστερο, που τώρα λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και το σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.
Ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά (=ρούχα) για να το τυλίξει. Η φασκιά σε πρώτο πλάνο. Οι οδηγίες έδιναν κι έπαιρναν.
Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια -αν μπορούσε και είχε- της έδιναν ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα.
Η Μάνα μου αν και έδειχνε δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ την παλιά μαμή του χωριού Ελισσάβετ Ιωάννου Ζάχου και ποτέ δεν αρνήθηκε την βοήθειά της σε όποιον τη ζητούσε. Δύσκολη ζωή πέρασε η Μάνα μου. Γέννησε έντεκα παιδιά απ’ τα οποία επέζησαν τα πέντε. Τρία αρσενικά και δυο θηλυκά γλυτώσαμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΜΑΣΙΩΤΗΣ |
Ο πατέρας μου, Γιάννη τον έλεγαν, έφυγε πολύ νωρίς για να
μείνει νεότατη χήρα για να μεγαλώσει με δυσκολίες τα πολλά παιδιά της. Όλο
στερήσεις, πείνα, πολέμους , θανατικά, μα κάθε φορά που έφερνε στον κόσμο μια
ζωή την θυμάμαι να γαληνεύει. Ας είναι καλά και να περνά καλά εκεί που είναι
γιατί της αξίζει»
Η ’Γιαννάκαινα’ μέσα στην οικογένειά της όσο
και στο περιβάλλον του μικρού χωριού μας
ήταν πάντα κυρίαρχη.
Προικισμένη με ένα αστραφτερό και κοφτερό μυαλό,
μια ασυναγώνιστη κοινωνική εξυπνάδα και
μια φοβερή δύναμη ψυχής. Μέσα από τη δική της στάση ζωής, μεταλαμπάδευε στα
παιδιά της και ευρύτερα την αγάπη της για την πατρίδα και τη θρησκεία μας και
μύησε στις παραδοσιακές και τοπικές αξίες της υπαίθρου.
Εργατική, αποφασιστική, φιλότιμη, δοτική, υποστηρίκτρια των ανθρώπων του
εργατικού μόχθου, διέθετε αληθινή αίγνια και φροντίδα για τον συνάνθρωπο και η
αγκαλιά της υπήρξε τόσο μεγάλη που μπόρεσε να χωρέσει τα τόσα παιδιά που
βοήθησε να έρθουν στον κόσμο μας. Ανάμεσα σ΄αυτά τα παιδιά κι εγώ.
Η προσφορά της υπήρξε τεράστια τότε που τα χρόνια ήταν
δύσκολα για την επαρχία και πολύ δυσκολότερα για το χωριό μας, ιδιαίτερα τους
χειμώνες, που οι μετακινήσεις ήταν αδύνατες. Η Μαμή μας προσέφερε αφιλοκερδώς
της υπηρεσίες της όχι μόνο στο μικρό χωριό μας, αλλά και στα γύρω χωριά. Έφυγε
από κοντά μας σε ηλικία ενενήντα οκτώ (98) ετών στις 20 Μαΐου 1983
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Η "ΓΙΑΝΝΑΚΑΙΝΑ" ΣΗΜΕΡΑ |
Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά που ξεγέννησε η Γιαννάκαινα ξέχασαν τη γυναίκα που προσέφερε τόσα πολλά
στον τόπο τους. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και συνεργασία
με την τοπική αυτοδιοίκηση, αν όχι να
στηθεί μια προτομή της σε χώρο του
χωριού μας, να τοποθετηθεί έστω μια μικρή μαρμάρινη επιγραφή στο ερειπωμένο
σπίτι της που να υπογραμμίζει την προσφορά της.