Χίλιοι ανέξοδοι Μάηδες ...
Ενώ κυβέρνηση και αντιπολίτευση αδυνατούν να διαχειριστούν την οδυνηρή πραγματικότητα, εμείς αφήνουμε τον Θανάση Κρουστάλη να μας ταξιδέψει με δυο υπέροχα ποιήματά του:
Πεθαίνει απόψε ,των γραπτών, και της ατέλειωτης καθάριας φαντασίας ο τελευταίος μεσημβρινός. Ψηλά στα σύνορα της ζωής, σαν αποκάλυψη θα πέσουν νέκρα τα ονείρατα , της σκουριασμένης εφηβείας. Να φοράς σφιχτά τα φτερά σου!!! Μπερδεύονται συχνά στις σκοταδιές , οι άγγελοι, κι οι μαυροκόρακες...
Το αρχοντόσπιτο
Σαν πετρωμενο σημαντρο, στη νύχτα καρφωμένο
σκιά πελώρια ακλόνητη,απ της ορδές του αγερα,
έχει παρέα στον έρεβος μιαν άγνωστη φοβερα,
σαν που μετράει τον καιρό,εκεί, τον στοιχειωμένο.
Ως ξεπροβάλλει ασπλαχνο, στη έρημη γαλήνη
στο λόφο πάνω τον γυμνό, δίπλα στα ασφοδιλια,
θαρρείς πεθαίνει ο ίσκιος του, παν στα στερνα τα δειλια,
σαν κραζουνε μαύρα πουλιά, τα μυστικα που κλείνει.
Κι ως κραζουν τα πετούμενα, πέρα απ τα κλωναρια
την ιστορία την άμοιρη, που κρύβει αυτό το βάρος,
μιλούν για το αρχοντοσπιτο,και με περίσσιο θάρρος
χτυπούνε κάτω τα φτερά, να σβησουνε τα χνάρια.
Ήταν μια άλλη εποχή, και στη μεγάλη σάλα
χόρευε στο γραμμόφωνο , το βαλς της πρώτης νιότης,
πάνω στην πλάκα έτρεχε , ο έρωτας ιππότης
κι αναριγουσε βήματα, η στολισμένη σκάλα.
Τα κεροφαναρα έλαμπαν, τις φλόγες τους τις χίλιες
πέρα από τα παράθυρα κι έπαιζαν με το βράδυ,
καθώς τα λόγια τα γλυκά τα έπαιρνε το χάδι,
κι ευωδιες τα κενταγε,από τις μπουκαμβιλιες.
Η αγάπη έτσι άνθιζε στα αλλοτινα, τα χρόνια
μες τις ψυχές που γέμισε των στοργικων των νεων,
καθως στο αεναο κλείνεται η αγάπη των γενναιων
μέσα στο αρχοντοσπιτο στοιβαχτηκε αιώνια.
Μα μόνο τα αισθήματα γλυστρανε του θανάτου
και ότι βιός δεν προκαμε, άπ τη χαρά απέχει,
πεθανανε τα σώματα, κι άλλη ζωή δεν έχει,
κι έμεινε η αγάπη τους μισή, στο κρύο χώμα, κατου.
Εχει ερημώσει η άνοιξη απ τον μεγάλο ίσκιο,
ούτε οι σταλες τις βροχής πέφτουμε πια στο χώμα
της αρχοντοσπιτης αυλής, που είναι φρέσκο ακόμα,
σαν πήρε στις αγκάλες του,τον ερώτα τον θνησκιο.
Και στη λαμπρή πανσέληνο ,αναριγα η σκάλα
τρέμουν με μιας τα σωθηκα του λόφου σαν συντρίμια,
και ένα χορό ερωτικό που τραγουδούν τ αγρίμια,
χορεύουνε φαντάσματα,στη στοιχειωμενη σάλα.
Αιώνιος είν ο χορός , ανειπωτος μα λίγος.
μοιάζει το αρχοντοσπιτο , τάφος κρύος των χρόνων,
κι όση αγάπη πέθανε , στο σφαγιασμα των πόνων,
για λίγο ανασηκωνεται, στο στοιχειωμένο ρίγος.
Απ την πόρτα θα περνάει ο παραδεισσος ξυστά,
κι αν στην κόκκινη πανσέληνο ανθίζουν τ ασφοδιλια,
θα γυρίζουν στο κατώφλι , μόνα τους ξανά τα δειλια,
και τα άψυχα παράθυρα, θα στέκουν σφαλιστα.
Θανάσης κρουσταλης