Ο Μαρκεζίνης και η πλέον επιτυχής υποτίμηση της δραχμής
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή 12.4.2008
Εισαγωγικό σημείωμα: Πριν από 62 χρόνια έγινε μία μεγάλη υποτίμηση της δραχμής από τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Με την ευκαιρία αυτή, αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο από την Καθημερινή πριν από 7 χρόνια. Θα συμπληρώναμε την εξιστόρηση με την εξής πληροφορία. Η υποτίμηση ανακοινώθηκε το βράδυ της 9ης Απριλίου. Το τρίτο πρόσωπο (μετά τον υπουργό και τον πρωθυπουργό) που το έμαθε, νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας, ήταν ο Ξενοφών Ζολώτας, τότε μέλος της Νομισματικής Επιτροπής. Εκείνο το πρωί, ο πατέρας του Ζολώτα, γνωστός χρυσοχόος, πούλησε μεγάλη ποσότητα χρυσού και εισέπραξε δραχμές. Ο Ξενοφών το κράτησε εμπιστευτικό, όπως έπρεπε, και έτσι ο πατήρ Ζολώτας το βράδυ μετά την ανακοίνωση να αναφωνήσει «Τι πάθαμε, βρε παιδί μου!» (Το Βήμα 11 Απριλίου 1993). Αυτά ήταν τα ήθη εκείνης της εποχής Σήμερα????
Ακολουθεί το άρθρο της Καθημερινής:
Την Τετάρτη 9 Απριλίου, συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από την υποτίμηση της δραχμής, που έγινε στις 9 Απριλίου του 1953 από τον τότε υπουργό Συντονισμού στην κυβέρνηση Παπάγου, τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Στα εννέα πολύπαθα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την απελευθέρωση της Ελλάδος από τη γερμανική κατοχή, το εθνικό μας νόμισμα παρακολουθώντας τις πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες της χώρας είχε υποτιμηθεί επτά φορές, χωρίς, όμως, ούτε η οικονομία να εξυγιανθεί ούτε η δραχμή να γίνει αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Τη μίζερη αυτή κατάσταση ανέτρεψε ο Σπύρος Μαρκεζίνης με δύο αποφασιστικά και τολμηρά μέτρα. Την υποτίμηση της δραχμής, η ισοτιμία της οποίας προς το δολάριο από 15.000 πήγε στις 30.000 (ακολούθησε σε λίγο η περικοπή των τριών μηδενικών) και την απελευθέρωση των εισαγωγών. Με τα δύο αυτά μέτρα η ελληνική οικονομία εισήλθε σε μια νέα εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Ολα τα οικονομικά μεγέθη αρχίζοντας από τον προϋπολογισμό και το ισοζύγιο και φτάνοντας στον πληθωρισμό και τον ρυθμό ανάπτυξης βελτιώθηκαν θεαματικά και ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται επενδύσεις από τους επιχειρηματίες, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα ξένα κεφάλαια. Η μαύρη αγορά και οι ελλείψεις ειδών στην αγορά εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας.
Προετοιμασία
Χωρίς να μειώσουμε έστω και κατ’ ελάχιστον την αξία των ρωμαλέων αποφάσεων του Σπύρου Μαρκεζίνη, πρέπει να θυμηθούμε όσα είχα γράψει τον Νοέμβριο στην αφήγησή μου για τον Γεώργιο Καρτάλη. Είχα σημειώσει τότε ότι η αντιπληθωριστική πολιτική που με συνέπεια και με αναδοχή του υψηλού πολιτικού κόστους εφάρμοσε σαν υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα, ο Γεώργιος Καρτάλης, ήταν αυτή που προετοίμασε και εξασφάλισε την επιτυχία της υποτίμησης του Μαρκεζίνη. Διότι, είναι προφανές ότι εάν δεν είχαν μειωθεί τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο πληρωμών και ο πληθωρισμός, η υποτίμηση θα ήταν πήδημα στο κενό.
Οταν το 1993 έγραψα ένα άρθρο επαινετικό για την υποτίμηση του 1953, ο Σπύρος Μαρκεζίνης μού τηλεφώνησε να με ευχαριστήσει. Πήγα τότε στο σπίτι του (Ησιόδου 24, στον τρίτο όροφο), και συζητήσαμε αρκετή ώρα για τα παλιά. Ξαναπήγα αρκετές φορές, γιατί ο Μαρκεζίνης δεν ήταν μόνο ένας θυελλώδης πολιτικός αλλά και ένας ιστορικός, που με τις διηγήσεις του σε αιχμαλώτιζε. Μου αναγνώρισε ευθύς εξαρχής τη συμβολή του Καρτάλη, μου προσέθεσε όμως ότι όταν σαν υπουργός Συντονισμού πλέον πήγε για να ενημερωθεί για όσα παρελάμβανε ο Καρτάλης του παρέδωσε το απόρρητο παράρτημα της Εκθέσεως Βαρβαρέσου, το οποίο συνιστούσε την υποτίμηση, αλλά του είπε ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε αναγκαία την υποτίμηση και πρότεινε τη συνέχιση της δικής του αντιπληθωριστικής πολιτικής. Η ουσία, πάντως, είναι ότι με το καθεστώς ισορροπίας που δημιούργησε η υποτίμηση του Μαρκεζίνη η ελληνική οικονομία επορεύθη επιτυχώς επί τριάντα συναπτά έτη (!), αφού η επόμενη υποτίμηση έγινε το 1983 από τον Γεράσιμο Αρσένη.
Το πολιτικό παρασκήνιο αυτών των σημαντικών οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν το 1953 είναι εντυπωσιακό και αξίζει να το θυμίσουμε στους αναγνώστες. Οπως έχει γράψει ο Μαρκεζίνης (στον τρίτο τόμο της Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας της Ελλάδος, σελ. 11): «Οι αποκλειστικώς ενήμεροι της νομισματικής πολιτικής, η οποία επρόκειτο να ακολουθηθεί ήταν ο Θάνος Καψάλης (υπουργός αναπληρωτής Συντονισμού), ο Γ. Μαντζαβίνος, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο πρέσβης των ΗΠΑ Τσαρλς Γιοστ (Charles Yost) και ο Αμερικανός εκπρόσωπος στη Νομισματική Επιτροπή Al Costanzo. Με τον τελευταίο είχε προηγηθεί επεισόδιο: προήδρευα κατά τα ειθισμένα, σε μια των πρώτων συνεδριάσεων της Νομισματικής Επιτροπής, όταν ο Costanzo διεφώνησε και άσκησε βέτο. «Κρατήστε τη γνώμη σας διά τον εαυτόν σας, είπα σε έντονο ύφος. Του λοιπού δεν θα με ξαναδείτε. Θα προεδρεύει ο υπουργός των Οικονομικών». Ο Costanzo, συνηθισμένος να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, θα αιφνιδιαστεί, αλλά στους επόμενους μήνες που θα ακολουθήσουν θα αντιληφθεί ότι άλλος έπρεπε να είναι ο ρόλος του και θα καταστεί έκτοτε εξαιρετικά συνεργάσιμος». Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης θα θυμηθεί το 1989, ενώπιον της Βουλής, το επεισόδιο Costanzo για να παρατηρήσει ότι όταν υπήρχαν οι κατάλληλοι άνθρωποι «δεν έκαναν πάντα ό,τι ήθελαν οι Αμερικανοί».
Κακά τα ψέματα όμως. Από το 1944 μέχρι και το 1955 που πρωθυπουργός έγινε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ελληνική οικονομία βάδισε με διασκελισμό στη λεωφόρο της ανάπτυξης, οι Αγγλοι στην αρχή και οι Αμερικανοί από το 1947 είχαν βέτο στην οικονομική πολιτική που ασκούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στη Νομισματική Επιτροπή, που ήταν το ανώτατο όργανο χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, μετείχαν με δικαίωμα βέτο, ο Αγγλος Gregory και ο Αμερικανός Costanzo. Είχαν λόγο για όλα, για τα επιτόκια, τους μισθούς, τη νομισματική κυκλοφορία, τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας και του εμπορίου, τις εισαγωγές και εξαγωγές. Ενα καθεστώς υποτέλειας, δηλαδή, που φυσικά ήταν κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου και στηριζόταν στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός ισοσκελιζόταν χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Επεισόδιο
Πάντως, για τον καθοριστικό ρόλο του Costanzo στα οικονομικά πράγματα της χώρας, μου μιλούσε πολλές φορές ο Μαρκεζίνης, στις επισκέψεις μου στο σπίτι του, και μάλιστα μου έλεγε ότι μετά το επεισόδιο που ανέφερε οι σχέσεις τους όχι απλώς έγιναν φιλικές, αλλά τόσο στενές, ώστε οι δυο τους μαζί με τον εκδότη του «Βήματος» και των «Νέων», τον Δημήτρη Λαμπράκη, να αποτελούν ένα είδος άτυπου διευθυντηρίου, που κυβερνούσε τη χώρα. Θυμάμαι ότι με μια δόση φιλαυτίας ο Μαρκεζίνης μου έλεγε: «Συναντιόμασταν οι τρεις, δύο φορές τουλάχιστον την εβδομάδα, και συζητούσαμε περί του πρακτέου, για όλα τα μεγάλα θέματα. Εγώ ανελάμβανα να ενημερώσω τη Φρειδερίκη και εφ’ όσον εξασφαλίζετο και η έγκρισή της προχωρούσαμε, διότι ο Παπάγος εκείνη την περίοδο απεδέχετο όλες μου τις εισηγήσεις». Ισως αυτά να μοιάζουν τώρα λίγο μυθιστορηματικά, αλλά αυτή ήταν η Ελλάδα της εποχής με τους τρεις πόλους της εξουσίας, ανάκτορα, Αμερικανοί και ο Στρατός, τον οποίο σαν πρωθυπουργός εκπροσωπούσε ο στρατάρχης Παπάγος. Βέβαια, υπήρχε και έτερος ισχυρός εκδότης την εποχή εκείνη, ο Γεώργιος Βλάχος, όμως ο εξ απορρήτων της εξουσίας, από το 1947 με την πρωθυπουργία Σοφούλη παρέμενε ο κεντρώος Δημήτρης Λαμπράκης και όχι ο δεξιός Γεώργιος Βλάχος.
Οπως γράφει ο Μαρκεζίνης: «Την αναπροσαρμογή την ανήγγειλα ο ίδιος διά του Ραδιοφώνου από το σπίτι μου, το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953. Μέχρι το πρωί της ημέρας εκείνης, ουδείς πλην του Παπάγου εγνώριζε το παραμικρό… Κατά την αναγγελίαν της αναπροσαρμογής εκείνης, εχρησιμοποιήθη τόνος πανηγυρικός, ενώ στην πραγματικότητα το νόμισμα έχανε αξία. Εκρινα ότι δεν υπήρχε λόγος να μελαγχολήσει η κοινή γνώμη, αντιθέτως έπρεπε να δει με αισιοδοξία το μέλλον.
»Την επομένη εζήτησε να με δει ο βασιλεύς. Διεμαρτυρήθη, διότι δεν τον είχα ενημερώσει προηγουμένως επί ενός τόσο σημαντικού οικονομικού μέτρου. Πράγματι είχα αποφύγει να το πράξω, διότι δεν εμπιστευόμουν το ανακτορικό περιβάλλον. «Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνετε σε εκείνον», απάντησα. Ο Παπάγος στον οποίο μετέφερα τον διάλογο, έδειξε ευχαριστημένος από την απάντηση. Ο βασιλεύς όμως απέφυγε να τον καλέσει».
Η επιτυχία της αναπροσαρμογής εξηρτάτο φυσικά από την συγκράτηση των τιμών, αφού ως γνωστόν υποτίμηση σημαίνει αυξήσεις σε όλα τα εισαγόμενα. Ο Μαρκεζίνης είχε θέσει ως στόχο η άνοδος του τιμαρίθμου να συγκρατηθεί κάτω του 17%, για να αποτραπούν και οι λαϊκές αντιδράσεις. Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμη και η ΓΣΕΕ του Φώτη Μακρή που ήταν διορισμένος από το Λαϊκό Κόμμα κήρυξε 48ωρη απεργία, παρότι οι απεργίες απηγορεύοντο από το Σύνταγμα του 1952. Στο Μικρό Υπουργικό Συμβούλιο, ο υπουργός Εσωτερικών Παυσανίας Λυκουρέζος, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό ετόνισε ότι έπρεπε να ληφθούν τα αναγκαία αστυνομικά μέτρα, διότι το κύρος του Στρατάρχου εκινδύνευε να κλονισθεί. Οπως γράφει ο Μαρκεζίνης «εζήτησα να μη ληφθεί κανένα μέτρο κατά της απεργίας, έστω και αν αυτό επεβάλετο από το Σύνταγμα. Ο Παπάγος εδίσταζε. Ας αναβληθεί, είπα, για δύο ημέρες η λήψη μέτρων. Είμαι βέβαιος ότι η απεργία στερείται ηθικής βάσεως και θα εκφυλισθεί. Εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνώ με τη λήψη αστυνομικών μέτρων. Αν διαψευσθώ, θα παραιτηθώ και ας αναλάβει η κυβέρνηση την ευθύνη».
Η λήθη
Και δεν διεψεύσθη καθώς τη δεύτερη ημέρα η απεργία εκφυλίσθηκε. Πάντως η σθεναρή αυτή αντίδραση του Μαρκεζίνη στα αστυνομικά μέτρα ήταν σύμφωνη με την όλη φιλοσοφία της πολιτικής του που στηρίζετο στη λεγόμενη Λήθη, δηλαδή το ξεπέρασμα των τραυμάτων του εμφυλίου πολέμου. Την πολιτική της λήθης την είχε αποδεχθεί και ο Παπάγος αλλά το περιβάλλον του και τα Ανάκτορα την ακύρωναν σε κάθε ευκαιρία.
Ο Μαρκεζίνης πάντως κέρδισε τη μάχη κατά του πληθωρισμού αφού τον κράτησε στο 15,1% την πρώτη χρονιά, για να κατέβει στο 5,8% τη δεύτερη, στο 3,6% την τρίτη και να ακολουθήσει στη συνέχεια περίοδος νομισματικής σταθερότητος με μέσο πληθωρισμό στην περίοδο ’56-’63 μόλις 1,7%! Το «θαύμα» αυτό επετεύχθη με το δεύτερο θαρραλέο μέτρο του Μαρκεζίνη, την απελευθέρωση των εισαγωγών, η οποία πλημμύρισε την αγορά με πλήθος αγαθών και ανέστησε τον ανταγωνισμό. Μέχρι τότε οι εισαγωγές πραγματοποιούντο με άδειες για ορισμένη ποσότητα που χορηγούσε το υπουργείο Εμπορίου ή μάλλον ο Γουάτσον που ήταν ο Αμερικανός σύμβουλος. Εισηγητής του μέτρου της απελευθέρωσης ήταν ο Θάνος Καψάλης, υπουργός Εμπορίου τότε και στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη.
Αυτή με λίγα λόγια ήταν η ιστορία μιας υποτίμησης της δραχμής που απεδείχθη η πιο επιτυχημένη και με διεθνή ακόμη μέτρα!